-
1 ἐπι-καθ-ίημι
ἐπι-καθ-ίημι (s. ἵημι), darauf niederlassen, darauf stützen, σχῆμα βακτηρίᾳ Ephipp. Ath. XI, 509 e; ἐκ τοῦ μηχανήματος ἐπικαϑῆκαν τὰς πύλας, das Fallgatter wieder niederlassen, App. Hannib. 51; – ἐπικαϑιέντες, von den Hinkenden, Galen.
-
2 αρσις
- εως ἥ [αἴρω]1) поднятие, подъем(σκελῶν, κυμάτων Arst.; θαλάττης Diod.)
2) поднятие ноги3) сооружение, постройка(τοῦ μηχανήματος Polyb.)
4) стих. арсис— у греков
понижение голоса, т.е. безударная часть стопы (2-й и 3-й слога в дактиле, 1-й слог в ямбе и т.д.), у римлян и в совр. стихосложении Sext. повышение голоса, т.е. ударная часть стопы:ἄρσιν καὴ θέσιν ἀνατείνειν Luc. — соблюдать такт5) снятие, отмена или отрицание(στέρησις καὴ ἄ. Arst.)
6) грам. опущение аугмента -
3 σοφίζω
2 [voice] Pass., become or be clever or skilled in a thing, c. gen. rei, ναυτιλίης σεσοφισμένος skilled in seamanship, Hes.Op. 649;Μοίσαι σεσοφισμέναι Ibyc.Oxy.1790.23
; so ἐν τοῖς ὀνόμασι ς. X.Cyn. 13.6: abs., to become or be wise, freq. in LXX, Ec.7.24(23), al.;βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.-Phoc.130
.3 [voice] Med., teach oneself, learn, ἐσοφίσατο ὅτι.. he became aware that.., LXX 1 Ki.3.8.II [voice] Med. [full] σοφίζομαι, with [tense] aor. [voice] Med. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. infr.), practise an art, Thgn.19, IG12.678; play subtle tricks, deal subtly, E.IA 744, D.18.227, etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we use no subtleties in dealing with the gods, E.Ba. 200; to be scientific, speculate,περὶ τὸ ὄνομα Pl.R. 509d
, cf. Plt. 299b, Muson.Fr.3p.12H., etc.; σοφιζόμενος φάναι to say rationalistically, Pl.Phdr. 229c; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though he has dealt thus craftily, D.29.28; σοφίσασθαι πρός τι to use fraud for an end, Plb.6.58.12; οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι when they deal in subtleties, Hp.Fract. 1; οἱ μυθικῶς σοφ. Arist.Metaph. 1000a18, cf. HA 582a35, D.35.56; σ. πρὸς τὸν νόμον evade it, Plu.Dem.27.2 c. acc. rei, devise cleverly or skilfully, Hdt.2.66, 8.27, cf. 1.80;καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ar.Nu. 547
;χαρίεντα καὶ σοφά Id.Av. 1401
; ἀλλότρια ς. meddle with other men's craft, Id.Eq. 299; with internal acc., ἀνόητα ς. exercise one's skill without νοῦς, Pl.Hp.Ma. 283a, cf. X.Mem.1.2.46;ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Arist.Pol. 1297a14
; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this is the very thing one must gain by craft, S.Ph.77; οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων ς. make spurious wine, Philostr.VA2.6;πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου Id.Her.19.15
:—[voice] Pass., σεσοφισμένοι μῦθοι craftily devised, 2 Ep.Pet.1.16.3 c. acc. pers., deceive,τὸν Τίτον J.BJ4.2.3
;μή με σοφίζου AP12.25
(Stat. Flacc.);τὸν δῆμον Hdn.7.10.7
; alsoσ. τὴν αἴσθησιν Aret.SD 1.15
.4 ' counter' by a device,σοφίζεται τὴν βίαν τοῦ μηχανήματος J.BJ3.7.20
. -
4 ἐπικαθίημι
ἐπι-καθ-ίημι, darauf niederlassen, darauf stützen; ἐκ τοῦ μηχανήματος ἐπικαϑῆκαν τὰς πύλας, das Fallgatter wieder niederlassen; ἐπικαϑιέντες, von den Hinkenden -
5 ἄρσις
A raising or lifting,τῶν σκελῶν Arist.IA 711b25
; ; βοῶν, as an athletic feat, IG2.471.78 (pl.);μηχανήματος Plb.8.4.6
; taking up, examination,δειγμάτων POxy.708.5
, 18 (ii A. D.); plucking, pulling up of a herb, PMag.Par.1.2977.3 that which is lifted, burden, LXX 4 Ki.8.9, al.; that which is taken, ἄ. βασιλέως portion from the king's table, ib.2 Ki.19.42, cf.11.8.4 dignity, Aq.Ge.49.3.II removal,τὴν <ἐκ> θαλάττης ἄ. [τῶν κητῶν] D.S.3.41
;ἀκανθῶν POxy. 909.25
(iii A. D.);τριχῶν Dsc.5.146
.2 taking away, removal, abolition, dub. in Arist.Metaph. 1019b16;τοῦ ὄντος Plu.2.1130a
;τοῦ φόβου Metrod.Herc.831.16
.b Gramm., omission, e.g. of the reduplication, Rh.3.566 W.3 negation, Phld.Sign.14, Procl.in Prm.p.850 S.; opp. θέσις, S.E.P.1.192, cf. Plot.5.5.6; = στέρησις, Id.2.4.13.III raising of the foot in beating time, opp. θέσις, downward beat, Aristox. Rhyth.12.17, D.H.Dem.48, Aristid.Quint.1.13, Luc.Harm.I, etc.IV ἄρσις· ζύμη, Hsch.
См. также в других словарях:
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
Κλεοίτας — (5οςαι. π.Χ.). Χαλκουργός δωρικής καταγωγής από τις Κυδωνίες της Κρήτης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Σικυώνα. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως γιο του Αριστοκλή και πατέρα και δάσκαλο του Αριστοκλή του νεότερου. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, οι… … Dictionary of Greek
ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
Κέλι, Γουίλιαμ — (William Kelly, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1811 – Λούισβιλ 1888). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης. Ιδιοκτήτης ενός ορυχείου, επινόησε μηχάνημα για την καλύτερη εξόρυξη του μετάλλου (1857). Η χρησιμοποίηση του μηχανήματος σε ευρεία κλίμακα… … Dictionary of Greek
τσιφ — άκλ. (λ. αγγλ.), διεθνής εμπορικός όρος που σημαίνει ότι στην τιμή του εμπορεύματος περιλαμβάνονται η αξία, η μεταφορά και τα ασφάλιστρά του: Η τιμή του μηχανήματος είναι τόση τσιφ Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προωθητήρας — ο, Ν τεχνολ. χωματοσκαπτική μηχανή που αποτελείται από αλυσοφόρο ή από τροχοφόρο ελκυστήρα με ελαστικά και από μεταλλική ασπίδα προσαρμοσμένη στο πρόσθιο μέρος, η οποία χρησιμεύει για την εκσκαφή και τη μετατόπιση τού χώματος με την κίνηση τού… … Dictionary of Greek
μαλακτήρες — Στην οικοδομική, είναι μηχανήματα που προορίζονται να αναδεύουν στις κατάλληλες δόσεις συγκολλητικά υλικά με ουδέτερα κοκκώδη υλικά (άμμος, χαλίκι, χοντρό χαλίκι) και νερό, για την παρασκευή μάλτας και σκυροδέματος. Οι μ., είτε σταθεροί είτε… … Dictionary of Greek